- φουρό
- το, Νάκλ. γυναικείο μεσοφόρι από τη μέση και κάτω, πολύ φαρδύ, για να κρατάει τη φούστα φουντωτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fourreau].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek